- πρωτοδίκης
- ο судья в суде первой инстанции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοδίκης — ο, Ν (νομ.) ο δικαστής που δικάζει υποθέσεις αρμοδιότητας πρωτοδικείου, ο οποίος είναι ισόβιος και παύεται μόνο με δικαστική απόφαση ή όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που καθορίζονται από σχετική νομοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δίκης (<… … Dictionary of Greek
πρωτοδίκης — ο, η δικαστής του πρωτοδικείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμελειοδίκης — ο, η, Ν δικαστής, πρωτοδίκης, ο οποίος δικάζει αδικήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως πλημμελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμέλεια + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτοδικείο — το, Ν (νομ.) 1. πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο, πολιτικό ή διοικητικό 2. το οίκημα όπου είναι εγκατεστημένες οι διάφορες υπηρεσίες τού παραπάνω δικαστηρίου και στο οποίο εκδικάζονται οι υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
Αμπελάς, Τιμολέων — (1850 – 1926). Δικαστικός και λογοτέχνης. Μεγάλωσε στη Σύρο και σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Στη συνέχεια, μετά από μικρή παραμονή στη Σύρο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνέχισε τη δικηγορική και λογοτεχνική του δραστηριότητα. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Γλαράκης, Αριστείδης — (1836 – 1914). Νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Αγωνίστηκε για την έξωση του Όθωνα και ήταν αρχηγός της νεολαίας του πανεπιστημίου κατά τις φοιτητικές ταραχές, τις γνωστές ως Σκιαδικά (1859). Διετέλεσε πληρεξούσιος των Χίων στην… … Dictionary of Greek
Διαλλινάς, Μιχάλης — (1853 – 1927). Λόγιος. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο μοναστήρι των Κρεμαστών της Κρήτης. Από το 1878 διετέλεσε υπασπιστής και γραμματέας του οπλαρχηγού Μανόλη Κοκκίνη. Ήταν αυτοδίδακτος και γνώριζε την ιταλική και την τουρκική γλώσσα, γεγονός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιερομνήμων, Δημάκης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Υπάτη. Πριν από την έκρηξη της Επανάστασης ήταν πρόκριτος και έμπορος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αγωνίστηκε δραστήρια για τη διάδοση των ιδεών της και την επίτευξη του σκοπού της. Για να προκαλέσει… … Dictionary of Greek